- μονονυχί
- μονονυχί, ιων. τ. μουνονυχί (Α)επίρρ. κατά τη διάρκεια μιας νύκτας, σε μια νύκτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + -νυχί (< νύξ, νυκτός), πρβλ. αυτο-νυχί].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μονονουχί — μονονού indeclform (adverb) μονονυχί in a single night indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)